1 κυπρίνι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κυπρίνι
κυπρίνι — το κυπρίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)